ημίπαυση

ημίπαυση
[-ις (-εως)] спорт., воен, небольшой перерыв (между занятиями)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ημίπαυση" в других словарях:

  • ημίπαυση — η μικρό διάλειμμα για ανάπαυση τών γυμναζομένων, στο μέσο τών ασκήσεων ή τών στρατιωτικών γυμνασίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + παύση (< παύω). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»